- ότρεα
- ὄτρεα (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἡμίονος».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε οὐρέα, αιτ. τού οὐρεύς, ιων. τ. τού ὀρεύς* «ημίονος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οτρεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Πατέρας της Πλακίας, συζύγου του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, με τον οποίο απέκτησε πέντε γιους και τρεις θυγατέρες. 2. Βασιλιάς της Φρυγίας, γιος του Δύμαντα, που βοήθησε τον Πρίαμο στον πόλεμο εναντίον των… … Dictionary of Greek
Δύμας — Μυθολογικό πρόσωπο. Η μυθολογική παράδοση τον αναφέρει ως βασιλιά της Φρυγίας, γιο του Ηιονέα και πατέρα του Ασίου και της Εκάβης. Σύμφωνα με τον Φερεκύδη, η Εκάβη ήταν κόρη του Δ. και της νύμφης Ευνόης, ενώ σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ήταν κόρη… … Dictionary of Greek